ζυμογόνο

ζυμογόνο
το
(βιοχ.) συνώνυμο τού προενζύμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

  • προένζυμο — το (βιοχ.) ανενεργός πρωτεϊνική ουσία που μετατρέπεται σε ενεργό ένζυμο υπό την επίδραση ενός ενεργοποιού παράγοντα, αλλ. ζυμογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proenzyme (< προ * + ένζυμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”